- ναυτιλιακός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυτιλία ή αυτός που προέρχεται από τη ναυτιλία2. φρ. α) «ναυτιλιακά δικαιώματα» ή «ναυτιλιακά τέλη» — τα διάφορα τέλη και δικαιώματα που καταβάλλονται για τη χρησιμοποίηση τών ελληνικών λιμανιών από πλοίαβ) «ναυτιλιακά έγγραφα» — τα επίσημα πιστοποιητικά και βιβλία τα οποία απαιτείται να έχει μαζί του στο πλοίο ο πλοίαρχος όταν ταξιδεύειγ) «ναυτιλιακές οδηγίες» — βιβλίο το οποίο περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για τις μετεωρολογικές, κυρίως, συνθήκες τών λιμανιών και τών αγκυροβολίωνδ) «ναυτιλιακή οικονομία» — κλάδος τής εφαρμοσμένης οικονομικής που αναφέρεται γενικά στην πολιτική τών θαλάσσιων μεταφορώνε) «ναυτιλιακό συνάλλαγμα» — συνάλλαγμα το οποίο εισέρχεται σε μία χώρα από το εξωτερικό και το οποίο προέρχεται από τις διάφορες ναυτικές εργασίες.επίρρ...ναυτιλιακώςμε ναυτιλιακό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτιλία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.